Της Ευγενίας Σαρηγιαννίδη
Αν ο μη γένοιτο ερωτηθώ για τους τόπους, τα γεγονότα, τις γενοκτονίες, τα πρόσωπα
θα ισχυριστώ πως δεν ήξερα τίποτα.
Θα αποκριθώ πως προσωπικά δεν γνωρίζω καθόλου τι έγινε
Ήμουν στο δρόμο.
Ήρθα μετά.
Η φωτιά είχε σβήσει.
Το auto da fé είχε κλείσει τον κύκλο του.
Ο αυτόχειρας είχε γίνει αγνώριστος.
Αν η μνήμη έχει σάρκα και οστά,
τα οστά είχαν μείνει στον τόπο.
Η σάρκα είχε γίνει καπνός.
[…]
Αν ερωτηθώ για την ώρα,
εν πρώτοις θα πω πως την ήξερα.
Της σιωπής που ποτέ δεν γίνεται τίποτα.
Του πανδαιμόνιου από πιάτα που σπάζουν στο μινόρε της αυγής
που δεν έρχεται.
Των καφέ που ‘χουν κλείσει.
στους ομόκεντρους φθίνοντες κύκλους
σε ακύμαντο τέλμα,
με την φόρα πέτρας για πέταμα,
έτσι, μόνο και μόνο για να κουνηθούν τα νερά.
Ίσως, η ώρα και για σάλτο μορτάλε,
ισοδύναμο με το άλμα της ωραίας χορεύτριας
όπου έλιωνε ήδη ο κουτσός μολυβένιος στρατιώτης.
Απόσπασμα από το ποίημα «Auto da fé», Γιάννης Παπαμιχαήλ
Τον Ιούλιο του 2015 στην στήλη Συν-δια-μόρφωση της εφημερίδας «Ποντιακή Γνώμη» είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο «Μικρές (αν)αγγελίες επικείμενων θανάτων». Είχε μόλις προηγηθεί η αυτοπυρπόληση (Ιούνιος 2015) ενός συνταξιούχου, δημοσιογράφου κάποιας τοπικής εφημερίδας της Πελοποννήσου, του Η.Φ. 78 ετών. Το άρθρο ξεκίναγε με το ιδιόχειρο σημείωμα που είχε αφήσει: «Δεν μπορώ να αντέξω άλλο την οικονομική ανέχεια. Δεν μπορώ να αντέξω άλλο την κατάσταση που έχει περιέλθει η χώρα μου. Δεν βλέπω καμία ελπίδα. Σας αποχαιρετώ.».